φαικάσιον

φαικάσιον
φαικάσιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαικάσιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τ. τού φαικάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα ά σιον (πρβλ. γυμν άσιον)] …   Dictionary of Greek

  • φαικασίοιο — φαικάσιον neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαικασίοις — φαικάσιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαικασίου — φαικάσιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”